- κανναβίσκα
- κανναβίσκαhempen shoesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καναβίσκα — και κανναβίσκα / καναβίσκα και κανναβίσκα, τά (Α) [κάν(ν)αβις] υποδήματα από ίνες κάν(ν)αβης, από καν(ν)αβάτσο … Dictionary of Greek